- θαύματ'
- θαύ̱ματα , θαῦμαwonderneut nom/voc/acc plθαύ̱ματι , θαῦμαwonderneut dat sgθαύ̱ματε , θαῦμαwonderneut nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακηράσιος — ἀκηράσιος, ον (Α) 1. άθικτος, αμιγής, καθαρός 2. ανόθευτος, μη αναμιγμένος με κάτι άλλο «ἀκηράσιος οἶνος» 3. δροσερός, νεανικός 4. απάτητος (για λειμώνες). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο και μαζί παράλληλος επικός τ. της λ. ἀκήρατος: ἀκήρατος > *ἀκηράτ ιος … Dictionary of Greek
θαλασσουργός — θαλασσουργός, ό (Α) αυτός που εργάζεται στη θάλασσα, ο ναυτικός ή ο ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + ουργός (< έργο), πρβλ. δραματ ουργός, θαυματ ουργός] … Dictionary of Greek
ιματιουργός — ἱματιουργός, ὁ (Α) κατασκευαστής ιματίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + ουργός (< ἔργον), πρβλ. θαυματ ουργός, στιχ ουργός] … Dictionary of Greek
κτισματουργός — κτισματουργός, ὁ (Μ) ο δημιουργός τών κτισμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτίσμα, ατος + ουργός (< ἔργον), πρβλ. αμπελ ουργός, θαυματ ουργός] … Dictionary of Greek
χρωματουργός — ο, ΝΑ νεοελλ. τεχνίτης ή βιομήχανος που παρασκευάζει χρώματα, βαφές αρχ. αυτός που χρωματίζει κάτι, βαφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, ατος + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. θαυματ ουργός] … Dictionary of Greek